-
1 δενδρύω
Grammatical information: v.Meaning: `dive into the water' (Epid.)Derivatives: Lengthened δενδρυάζειν τὸ καταδύνειν καὶ κρύπτεσθαι, κυρίως εἰς τὰς δρῦς, καταχρηστικῶς δε καὶ ἐπὶ τοῦ ἁπλῶς δύνειν καὶ κρύπτειν EM 255, 55; thus H. and Paus. Gr. Fr. 119: τὸ δρυσὶ σκέπεσθαι καὶ τὸ καθ' ὕδατος δύεσθαι κτλ.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Intensive reduplication to δρύεται κρύπτεται, δρυάσαι κατακολυμβῆσαι H. (not with Latte shortened from \< δεν\> δρύεται, \< δεν\> δρυάσαι). δρύεται may stand for *νρύεται, which could belong with a Balto-Slavic group, Lith. neriù, nérti `dive, slip into', Russ. CSlav. vъ-nьrǫ, vъ-nrěti `παρεισδύεσθαι' etc. (further Pok. 766, Vasmer Russ. et. Wb. s. norá). The connection with δρῦς may be folketymology (though I see no reasons to doubt the forms). - Frisk Eranos 40 (1942) 81ff.Page in Frisk: 1,366Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δενδρύω
См. также в других словарях:
δενδρυάζω — (Α) 1. κρύβομαι ανάμεσα στα δένδρα τού δάσους 2. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. τού δενδρύω που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. δρυς «βαλανιδιά» (πρβλ. τις γλώσσες «δενδρυάζειν… … Dictionary of Greek